τοξάρι

τοξάρι
το
-ιού, δοξάρι: Το τοξάρι του βιολιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοξάρι — το / τοξάριον, ΝΜΑ (υποκορ. τ. τού τόξο) μικρό τόξο νεοελλ. δοξάρι μσν. τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. ποδ άρι(ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”